στο λεξικό PONS
I. euch [ˈɔyç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
II. euch [ˈɔyç] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
ich <γεν meiner, δοτ mir, αιτ mich> [ɪç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
du <γεν deiner, δοτ dir, αιτ dich> [ˈdu:] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. du 2. πρόσ ενικ:
2. du ποιητ:
sie <γεν ihrer, δοτ ihr, αιτ sie γεν ihrer, δοτ ihnen, αιτ sieihrer, ihr, sie> [zi:] ΑΝΤΩΝ πρόσ, 3. πρόσ
1. sie < γεν ihrer, δοτ ihr, αιτ sie> ενικ:
du <γεν deiner, δοτ dir, αιτ dich> [ˈdu:] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. du 2. πρόσ ενικ:
2. du ποιητ:
Sie1 <γεν Ihrer, δοτ Ihnen, αιτ Sie> [zi:] ΑΝΤΩΝ πρόσ, 2. πρόσ ενικ o πλ, mit 3. πρόσ πλ ρήμα gebraucht
Du <-[s], -[s]> [ˈdu:] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.