στο λεξικό PONS
van1 [væn] ΟΥΣ
1. van (vehicle):
3. van βρετ (railway):
- van
-
van3 [væn] ΟΥΣ βρετ
van ΑΘΛ οικ συντομογραφία: advantage
- van
-
advantage ΟΥΣ
- advantage in terms of efficiency ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Effizienzvorteil αρσ
ad·van·tage [ədˈvɑ:ntɪʤ, αμερικ -ˈvæ:nt̬ɪʤ] ΟΥΣ
1. advantage (benefit):
ˈbag·gage van ΟΥΣ
- baggage van
-
ˈhorse van ΟΥΣ αμερικ
horse van → horsebox
ˈhorse·box ΟΥΣ
ˈlug·gage van ΟΥΣ βρετ, αυστραλ ΣΙΔΗΡ
- luggage van
-
ˈbrake van ΟΥΣ βρετ ΣΙΔΗΡ
- brake van
- Bremswagen αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
van ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
- van
-
- van
-
van pool
- van pool
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.