στο λεξικό PONS
Vor·teil <-s, -e> [ˈfo:ɐ̯tail] ΟΥΣ αρσ (vorteilhafter Umstand)
- Vorteil
-
- geldwerter Vorteil
- perk οικ
- geldwerter Vorteil
-
-
- Vorteil αρσ
-
- Vorteil αρσ <-s, -e>
-
- Vorteil αρσ <-s, -e>
-
- Vorteil αρσ <-s, -e>
-
- Vorteil αρσ <-s, -e>
-
- Vorteil αρσ <-s, -e>
-
- anfänglicher Vorteil
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.