στο λεξικό PONS
I. run·ning [ˈrʌnɪŋ] ΟΥΣ no pl
1. running (not walking):
2. running (management):
ιδιωτισμοί:
II. run·ning [ˈrʌnɪŋ] ΕΠΊΘ
1. running after ουσ (in a row):
2. running (ongoing):
3. running (operating):
run·ning trans·ˈla·tion ΟΥΣ
- running translation
-
running header ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
running yield ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- running yield
- Umlaufrendite θηλ
running form ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- running form (Gliederungsform der Gewinn- und Verlustrechnung)
- Staffelform θηλ
test run ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
in the long run phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈfami·ly-run ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.