στο λεξικό PONS
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
I. pri·or1 [ˈpraɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΡΡ
II. pri·or1 [ˈpraɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. prior (earlier):
2. prior (having priority):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
prior debts ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.