στο λεξικό PONS
I. pri·or·ity [praɪˈɒrəti, αμερικ -ˈɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. priority (deserving greatest attention):
2. priority no pl (great importance):
3. priority no pl (precedence):
4. priority no pl (right of way):
II. pri·or·ity [praɪˈɒrəti, αμερικ -ˈɔ:rət̬i] ΟΥΣ modifier
1. priority (urgent):
- priority (task)
-
2. priority (preferential):
junc·tion [ˈʤʌŋkʃən] ΟΥΣ
1. junction:
2. junction Η/Υ (connection between wires/cables):
3. junction Η/Υ (region between areas):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
priority junction ΥΠΟΔΟΜΉ
junction ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- printwheel
- printworks
- prion
- prior
- prior action
- priority junction
- priority rule
- priority setting
- prior sale
- prior tax
- priory