στο λεξικό PONS
vor·her [fo:ɐ̯ˈhe:ɐ̯] ΕΠΊΡΡ
- vorher
-
-
- etw vorher einstellen
-
- [vorher] eingestellt
-
- vorher
-
- vorher
-
- vorher vereinbart [o. abgesprochen]
-
- vorher existieren
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.