Ka·pi·tel <-s, -> [kaˈpɪtl̩] ΟΥΣ ουδ
1. Kapitel (Abschnitt):
- Kapitel
-
2. Kapitel (Angelegenheit):
3. Kapitel ΘΡΗΣΚ (Domkapitel):
- Kapitel
-
-
- Kapitel ουδ <-s, ->
-
- Kapitel ουδ <-s, ->
-
- Kapitel ουδ <-s, ->
-
- Kapitel ουδ <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.