στο λεξικό PONS
I. neu [nɔy] ΕΠΊΘ
1. neu (ungebraucht):
3. neu (seit Kurzem):
4. neu (unerfahren):
5. neu (unbekannt):
6. neu (gegenwärtig):
8. neu (weiter):
II. neu [nɔy] ΕΠΊΡΡ
1. neu (ungebraucht):
2. neu (vor Kurzem):
3. neu (ersetzend):
4. neu (wieder):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.