Schwung <-[e]s, Schwünge> [ʃvʊŋ, πλ ˈʃvʏŋə] ΟΥΣ αρσ
1. Schwung (schwingende Bewegung):
2. Schwung kein πλ (Antriebskraft):
3. Schwung (Linienführung):
- Schwung
-
-
- Schwung αρσ <-(e)s> kein pl
-
- Schwung αρσ <-(e)s> kein pl
- pizzazz of a performance
- Schwung αρσ <-(e)s> kein pl
-
- Schwung αρσ <-(e)s> kein pl
-
- Schwung αρσ <-(e)s> kein pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.