στο λεξικό PONS
ˈeighty-year ΕΠΊΘ προσδιορ
eighty-year war:
- eighty-year
-
fis·cal ˈyear ΟΥΣ
in·ˈsur·ance year ΟΥΣ
- insurance year
-
ˈyear end ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
year-end ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
year-to-year comparison ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- year-to-year comparison
- Jahresvergleich αρσ
year deviation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- year deviation
- Jahresabweichung θηλ
levy year ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- levy year
- Erhebungsjahr ουδ
staff-year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- staff-year
-
year-end ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- year-end
- Jahresende ουδ
- year-end
- Jahresultimo αρσ
reporting year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- reporting year (Geschäftsjahr)
- Berichtsjahr ουδ
man-year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- man-year
-
calendar year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- calendar year
- Kalenderjahr ουδ
repayment year ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- repayment year
- Tilgungsjahr ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
base year ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
- base year
-
- Bezugsjahr ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
- base year
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.