στο λεξικό PONS
in·ˈsur·ance year ΟΥΣ
- insurance year
-
fi·nan·cial ˈyear ΟΥΣ βρετ
fis·cal ˈyear ΟΥΣ
ˈleap year ΟΥΣ
- leap year
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
year-to-year comparison ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- year-to-year comparison
- Jahresvergleich αρσ
computation year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- computation year
- Berechnungsjahr ουδ
tax year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- tax year
- Steuerjahr ουδ
mid-year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- mid-year
- Jahresmitte θηλ
reporting year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- reporting year (Geschäftsjahr)
- Berichtsjahr ουδ
fiscal year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
insurance year ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- insurance year
-
person-year ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- person-year
-
repayment year ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- repayment year
- Tilgungsjahr ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
base year ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
- base year
-
- Bezugsjahr ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
- base year
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.