στο λεξικό PONS
 
  
 ers·te, ers·ter, ers·tes [ˈe:ɐ̯stə] ΕΠΊΘ
1. erste (an erster Stelle kommend):
3. erste (führend):
ιδιωτισμοί:
Ers·te(r) [ˈɛrstə] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
2. Erste(r) (bei Datumsangabe):
3. Erste(r) (Namenszusatz):
4. Erste(r) (beste):
Ach·te(r) [ˈaxtə, -tɐ] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
1. Achte(r) (Person):
2. Achte(r) (bei Datumsangabe):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 erster Lieferanzeigetermin phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
erster Rechnungsprüfer phrase ΛΟΓΙΣΤ
 
  
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
