στο λεξικό PONS
I. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. whole (entire):
2. whole:
3. whole κατηγορ λογοτεχνικό (healthy):
4. whole οικ (emphasize amount):
II. whole [həʊl, αμερικ hoʊl] ΟΥΣ
2. whole no pl (entirety):
I. as [æz, əz] ΣΎΝΔ
1. as (while):
2. as (in the way that, like):
3. as (because):
4. as (used to add a comment):
5. as (though):
ιδιωτισμοί:
II. as [æz, əz] ΠΡΌΘ
2. as (in the capacity, function of):
3. as (like, being):
III. as [æz, əz] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. as (in comparisons):
2. as (indicating an extreme):
year [jɪəʳ, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year (age, time of life):
3. year οικ (indefinite time):
4. year:
5. year (season):
A&E
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
year as a whole ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Gesamtjahr ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- yawning
- yawp
- y axis
- y-axis
- Y chromosome
- year as a whole
- yearbook
- year deviation
- year end
- year-end
- year-end close