στο λεξικό PONS
at·trac·tive [əˈtræktɪv] ΕΠΊΘ
1. attractive (good-looking):
- attractive
-
- physically/sexually attractive
-
2. attractive (pleasant):
- attractive countryside, scenery
-
- a devastatingly attractive man
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
attractive ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- attractive (Zinsen, Konditionen)
-
-
- attractive
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.