στο λεξικό PONS
sex·ual·ly [ˈsekʃʊəli, αμερικ -ʃuəli] ΕΠΊΡΡ
1. sexually (referring to gender):
2. sexually (erotically):
sex·ual·ly trans·mit·ted dis·ˈease ΟΥΣ, STD ΟΥΣ
- sexually transmitted disease
-
sexually transmitted infection, STI ΟΥΣ
- sexually ambiguous person
-
- sexually ambiguous thing, concept, appearance
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sexually mature ΕΠΊΘ
- sexually mature
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.