Oxford Spanish Dictionary
sexually [αμερικ ˈsɛkʃ(u)əli, βρετ ˈsɛkʃuːəli] ΕΠΊΡΡ
- sexually frustrated
-
- sexually explicit
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.