Oxford Spanish Dictionary
explicit [αμερικ ɪkˈsplɪsɪt, βρετ ɪkˈsplɪsɪt, ɛkˈsplɪsɪt] ΕΠΊΘ
- explicit instructions/statement
-
- explicit denial/refutation
-
- explicit denial/refutation
-
- sexually explicit
-
στο λεξικό PONS
- explícito (-a)
- explicit
- explícito (-a)
- explicit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.