Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
explicit [βρετ ɪkˈsplɪsɪt, ɛkˈsplɪsɪt, αμερικ ɪkˈsplɪsɪt] ΕΠΊΘ
1. explicit (precise):
- explicit instructions, directions, reasons
-
2. explicit (open):
3. explicit ΜΑΘ:
- explicit
-
- sexually dominant, explicit, mature, normal, violent
-
στο λεξικό PONS
-
- explicit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.