Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
form|el (formelle) [fɔʀmɛl] ΕΠΊΘ
1. formel:
- formel (formelle) intention
- express προσδιορ
- formel (formelle) refus, démenti
-
- formel (formelle) promesse
-
- formel (formelle) ordre, interdiction
-
- formel (formelle) personne
-
2. formel:
- formel (formelle) ΤΈΧΝΗ, ΓΛΩΣΣ, ΦΙΛΟΣ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.