Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 emphatic [βρετ ɪmˈfatɪk, ɛmˈfatɪk, αμερικ əmˈfædɪk] ΕΠΊΘ
1. emphatic (insistent, firm):
2. emphatic (clear):
-  emphatic victory
-  
3. emphatic ΓΛΩΣΣ (with emphasis):
-  emphatic
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 emphatic [ɪmˈfætɪk, αμερικ emˈfæt̬-] ΕΠΊΘ
 
  
 -  
-  emphatic
 
  
 emphatic [em·ˈfæt̬·ɪk] ΕΠΊΘ
 
  
 -  
-  emphatic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
