στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
emphatic [βρετ ɪmˈfatɪk, ɛmˈfatɪk, αμερικ əmˈfædɪk] ΕΠΊΘ
1. emphatic (insistent, firm):
2. emphatic (clear):
- emphatic victory
-
3. emphatic ΓΛΩΣΣ (with emphasis):
- emphatic
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.