στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. retorico <πλ retorici, retoriche> [reˈtɔriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. retorico procedimento, effetto:
- retorico
-
2. retorico μειωτ:
II. retorico <πλ retorici, retoriche> [reˈtɔriko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ
- retorico
-
στο λεξικό PONS
retorico (-a) <-ci, -che> [re·ˈtɔ:·ri·ko] ΕΠΊΘ ΛΟΓΟΤ
- retorico (-a)
-
-
- retorico, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.