I. un·ver·schämt [ˈʊnfɛɐ̯ʃɛ:mt] ΕΠΊΘ
II. un·ver·schämt [ˈʊnfɛɐ̯ʃɛ:mt] ΕΠΊΡΡ
1. unverschämt (dreist):
2. unverschämt οικ (unerhört):
- unverschämt
-
unverschämt ΕΠΊΘ
- outrageous (person, prices, claims)
- unverschämt
-
- unverschämt
-
- unverschämt
-
- unverschämt
-
- unverschämt
-
- unverschämt teuer οικ
-
- unverschämt
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.