I. fel·low [ˈfeləʊ, αμερικ -oʊ] ΟΥΣ
II. fel·low [ˈfeləʊ, αμερικ -oʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
-  fellow countryman
-  
-  fellow countryman
-  Landsmännin θηλ
-  fellow countrymen
-  Landsleute pl
-  fellow student
-  
-  fellow sufferer
-  
-  fellow worker
-  
fel·low ˈpas·sen·ger ΟΥΣ
-  fellow passenger
-  
fel·low ˈmen ΟΥΣ πλ
-  fellow men
-  Mitmenschen pl
re·ˈsearch fel·low ΟΥΣ
-  research fellow
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
