στο λεξικό PONS
Mit·läu·fer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΠΟΛΙΤ
- Mitläufer(in) μειωτ
-
-
- Mitläufer(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen> μειωτ
-
- Mitläufer(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen> μειωτ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Mitläufer-Effekt ΟΥΣ αρσ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.