στο λεξικό PONS
I. güns·tig [ˈgʏnstɪç] ΕΠΊΘ
1. günstig (zeitlich gut gelegen):
2. günstig (begünstigend):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
günstig ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.