στο λεξικό PONS
Ten·denz <-, -en> [tɛnˈdɛnts] ΟΥΣ θηλ
1. Tendenz (Trend):
2. Tendenz (Neigung):
- rezessive Tendenzen
-
- inflationäre Tendenzen
-
- günstige Tendenzen in der wirtschaftlichen Entwicklung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.