στο λεξικό PONS
rück·läu·fig [ˈrʏklɔyfɪç] ΕΠΊΘ
- rückläufiges Angebot an Arbeitsplätzen ΟΙΚΟΝ
-
- rückläufige Konjunktur ΟΙΚΟΝ
-
- rückläufige Umsatzentwicklung ΟΙΚΟΝ
-
- rückläufige Wirtschaftsentwicklung
-
- steigende/rückläufige Konjunktur
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rückläufig ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- steigende/rückläufige Konjunktur
- rückläufige Konjunktur ΟΙΚΟΝ
- rückläufige Umsatzentwicklung ΟΙΚΟΝ
- eine rückläufige Entwicklung der Arbeitslosenzahlen
- rückläufige Wirtschaftsentwicklung
- regress society