στο λεξικό PONS


Rück·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Rücklage (Ersparnisse):
- Rücklage
- savings ουσ πλ
2. Rücklage ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Reserve):


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


vorsorgliche Rücklage phrase ΛΟΓΙΣΤ
- vorsorgliche Rücklage (Vorsorgebestände)
-
gesetzliche Rücklage ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- gesetzliche Rücklage
-


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.