στο λεξικό PONS
Rück·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
2. Rücklage ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Reserve):
- satzungsgemäße Rücklagen
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
freie Rücklagen phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- freie Rücklagen
-
vorsorgliche Rücklage phrase ΛΟΓΙΣΤ
gesetzliche Rücklage ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.