στο λεξικό PONS
ar·ti·cle [ˈɑ:tɪkl̩, αμερικ ˈɑ:rt̬ɪ-] ΟΥΣ
1. article (object):
4. article ΝΟΜ:
5. article ΘΡΗΣΚ:
6. article βρετ, αυστραλ ΝΟΜ:
in·defi·nite ˈar·ti·cle ΟΥΣ
lead·ing ˈar·ti·cle ΟΥΣ βρετ
defi·nite ˈar·ti·cle ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
articles of incorporation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Statut ουδ
amended articles of agreement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.