στο λεξικό PONS
faith [feɪθ] ΟΥΣ
1. faith no pl (confidence, trust):
2. faith ΘΡΗΣΚ in +αιτ:
3. faith no pl (promise):
5. faith (loyalty):
- faith
- Treue θηλ
6. faith (exclamation):
ˈfaith cure ΟΥΣ
- faith cure
-
ˈfaith heal·er ΟΥΣ
- faith healer
-
ˈfaith-based ΕΠΊΘ αμετάβλ
- faith-based
-
ˈfaith heal·ing ΟΥΣ no pl
- faith healing
- Gesundbeten ουδ
ˈFaith Churches ΟΥΣ πλ ΘΡΗΣΚ
- Faith Churches
-
-
- good faith
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.