στο λεξικό PONS
Ge·sell·schafts·ver·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ
1. Gesellschaftsvertrag ΟΙΚΟΝ:
- Gesellschaftsvertrag
-
- Gesellschaftsvertrag
-
-
- Gesellschaftsvertrag αρσ <-(e)s, -träge>
-
- Gesellschaftsvertrag αρσ <-(e)s, -träge>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Gesellschaftsvertrag ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Gesellschaftsvertrag
-
-
- Gesellschaftsvertrag αρσ
-
- Gesellschaftsvertrag αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.