στο λεξικό PONS
charge·able [ˈtʃɑ:ʤəbl̩, αμερικ ˈtʃɑ:rʤ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. chargeable ΝΟΜ:
2. chargeable ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. chargeable esp βρετ (taxable):
4. chargeable ΗΛΕΚ:
- chargeable
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
chargeable ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
- chargeable
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.