στο λεξικό PONS
Er·satz·be·schaf·fung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΟΙΚΟΝ
- Ersatzbeschaffung
-
- Rücklage für Ersatzbeschaffung/Wertminderung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ersatzbeschaffung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
- Ersatzbeschaffung
-
-
- Ersatzbeschaffung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Rücklage für Ersatzbeschaffung/Wertminderung