στο λεξικό PONS
I. art [ɑ:t, αμερικ ɑ:rt] ΟΥΣ
2. art (creative activity):
- art
-
- art
-
4. art (high skill):
5. art pl ΠΑΝΕΠ (area of study):
II. art [ɑ:t, αμερικ ɑ:rt] ΟΥΣ modifier
art (collection, collector, critic, dealer):
- art
-
ˈart gal·lery ΟΥΣ
art his·ˈto·rian ΟΥΣ
- art historian
-
ˈart form ΟΥΣ
1. art form (conventionally established form):
- art form
-
art ˈhis·tory ΟΥΣ
- art history
-
ˈkid art ΟΥΣ no pl
- kid art
-
- kid art
- Kinderbilder pl
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.