στο λεξικό PONS
ar·te·rial [ɑ:ˈtɪəriəl, αμερικ ɑ:rˈtɪri-] ΕΠΊΘ
1. arterial αμετάβλ ΑΝΑΤ:
- arterial
-
- arterial wall
- Arterienwand θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Hauptverkehrsstraße ΥΠΟΔΟΜΉ
- arterial highway αμερικ
- Hauptverkehrsstraße ΥΠΟΔΟΜΉ
- arterial road
-
- arterial service
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.