στο λεξικό PONS
ar·te·rial [ɑ:ˈtɪəriəl, αμερικ ɑ:rˈtɪri-] ΕΠΊΘ
1. arterial αμετάβλ ΑΝΑΤ:
2. arterial ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
I. ˈhigh·way ΟΥΣ
1. highway τυπικ:
2. highway Η/Υ:
II. ˈhigh·way ΟΥΣ modifier
highway (accident, billboard, user):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
arterial highway αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
- Hauptverkehrsstraße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
highway αμερικ ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.