στο λεξικό PONS
ar·te·rial [ɑ:ˈtɪəriəl, αμερικ ɑ:rˈtɪri-] ΕΠΊΘ
1. arterial αμετάβλ ΑΝΑΤ:
2. arterial ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
road [rəʊd, αμερικ roʊd] ΟΥΣ
1. road (way):
2. road no pl (street name):
3. road ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ:
6. road μτφ (course):
ιδιωτισμοί:
road ΟΥΣ
-
- Landstraße θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
arterial road ΥΠΟΔΟΜΉ
- Hauptverkehrsstraße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.