στο λεξικό PONS
- tunnel
- Tunnel αρσ <-s, -(s)>
- tunnel
- Tunnel αρσ <-s, -(s)>
- tunnel
- Tunnel αρσ <-s, -(s)>
- sap (tunnel)
- Tunnel αρσ <-s, -(s)>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- lining ΥΠΟΔΟΜΉ
- Auskleidung (Tunnel)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.