στο λεξικό PONS
I. wirt·schaft·lich [ˈvɪrtʃaftlɪç] ΕΠΊΘ
1. wirtschaftlich ΟΙΚΟΝ (volkswirtschaftlich):
2. wirtschaftlich (finanziell):
3. wirtschaftlich (sparsam):
- wirtschaftlich Hausfrau
-
II. wirt·schaft·lich [ˈvɪrtʃaftlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. wirtschaftlich (finanziell):
2. wirtschaftlich (ökonomisch):
- die wirtschaftlichen/sozialen Gegebenheiten
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
wirtschaftlich ΕΠΊΘ CTRL
wirtschaftlich ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.