στο λεξικό PONS
Er·ho·lung <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Erholung (das Schöpfen neuer Kräfte):
2. Erholung ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- Erholung
-
- wirtschaftliche Erholung/Stabilität
-
-
- Erholung θηλ <->
- urban regeneration of spirit
- Erholung θηλ <->
-
- Erholung θηλ <->
- recovery medical
- Erholung θηλ <->
- recovery economic
- Erholung θηλ <->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Erholung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.