στο λεξικό PONS
ef·fi·cient [ɪˈfɪʃənt] ΕΠΊΘ
1. efficient (productive):
2. efficient (economical):
- efficient
-
ˈen·er·gy ef·fi·cient ΕΠΊΘ
- energy efficient
- energiesparend προσδιορ
- energy efficient
-
-
- efficient
-
- efficient
-
- efficient
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
energy-efficient ΕΠΊΘ
- energy-efficient
- energieeffizient (sparsam im Umgang mit Energie)
efficient technology
- efficient technology
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.