στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
efficient [βρετ ɪˈfɪʃ(ə)nt, αμερικ əˈfɪʃənt] ΕΠΊΘ
1. efficient person, employee, management:
2. efficient machine, engine:
- efficient
-
energy-efficient [βρετ ˌɛnədʒɪɪˈfɪʃənt, αμερικ ˌɛnərdʒiəˈfɪʃ(ə)nt] ΕΠΊΘ
energy-efficient heating system, lighting, building:
- energy-efficient
-
στο λεξικό PONS
efficient [ɪ·ˈfɪ·ʃnt] ΕΠΊΘ
- efficient person
-
- efficient machine, system
-
-
- efficient
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.