στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
effete [βρετ ɪˈfiːt, αμερικ əˈfit] ΕΠΊΘ
1. effete μειωτ:
- effete person
-
- effete civilization, philosophy
-
-
- effete
στο λεξικό PONS
effete [ɪ·ˈfi:t] ΕΠΊΘ
1. effete (enfeebled):
- effete
- infiacchito, -a
2. effete (decadent):
- effete
-
3. effete (effeminate):
- effete
- effeminato, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.