στο λεξικό PONS
leis·tungs·fä·hig ΕΠΊΘ
1. leistungsfähig (zu hoher Arbeitsleistung fähig):
- leistungsfähig
-
2. leistungsfähig (zu hoher Produktionsleistung fähig):
- leistungsfähig
-
3. leistungsfähig (zur Abgabe großer Energie fähig):
- leistungsfähig
-
4. leistungsfähig ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- leistungsfähig
-
- finanziell gesund/leistungsfähig
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
leistungsfähig ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- leistungsfähig
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- finanziell gesund/leistungsfähig