στο λεξικό PONS
Leis·tungs·emp·fän·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
- Leistungsempfänger(in)
-
- beneficiary ΝΟΜ
- Leistungsempfänger(in) αρσ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Leistungsempfänger ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Leistungsempfänger
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.