στο λεξικό PONS
Auf·lö·sung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Auflösung (Beendigung des Bestehens):
- Auflösung
-
- Auflösung vom Parlament
-
4. Auflösung ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- Auflösung eines Kontos
-
5. Auflösung (Bildqualität):
7. Auflösung (das Zergehen):
- Auflösung
-
- Auflösung ΧΗΜ
-
8. Auflösung τυπικ (Verstörtheit):
- Auflösung
-
- spektrale Auflösung
-
- elektrolytische Auflösung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Auflösung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Auflösung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Auflösung θηλ
-
- Auflösung θηλ
-
- Auflösung θηλ
-
- Auflösung θηλ
-
- Auflösung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.