στο λεξικό PONS
Kon·di·ti·on <-, -en> [kɔndiˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Kondition (Leistungsfähigkeit):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Konditionen ΟΥΣ θηλ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Neapel-Konditionen ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
- Neapel-Konditionen (Bedingungen, zu denen Entwicklungsländern Schuldenerlasse gewährt werden können)
-
günstige Konditionen phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- günstige Konditionen
-
Top-Kondition ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Konditionen θηλ πλ
-
- Konditionen θηλ πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.