στο λεξικό PONS
Kon·di·ti·on <-, -en> [kɔndiˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Kondition (Leistungsfähigkeit):
2. Kondition πλ (Bedingungen):
- Kondition
-
3. Kondition ΝΟΜ:
- Kondition
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Top-Kondition ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Top-Kondition (ausgesprochen günstige Bedingung)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.